- χρηστότητα
- [-ης (-ητος)] η1) честность, порядочность; добросердечность; 2) учтивость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ … Dictionary of Greek
χρηστότητα — η η ιδιότητα του χρηστού, η ηθικότητα, η εντιμότητα, η ευθύτητα, η χρηστοήθεια: Κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει, γιατί είναι γνωστή η χρηστότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρηστότητα — χρηστότης goodness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητ' — χρηστότητα , χρηστότης goodness fem acc sg χρηστότητι , χρηστότης goodness fem dat sg χρηστότητε , χρηστότης goodness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благость — БЛАГОСТ|Ь (120), И с. 1.Доброта, милосердие, милость: поне же слышимъ б҃а глагѡлюштѩ. ˫Ако ноуждьно ѥсть цр҃ствиѥ нб҃сьноѥ. и ноужьници въсхыщають ѥ. вѣроуѥмъ бл҃гости ѥго. Изб 1076, 219; о бл҃гости б҃жи˫а ѥже бо испьрва мѣсто назнаменавъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благота — БЛАГОТ|А (14), Ы с. 1.Доброта, милость, милосердие: бл҃гота б҃и˫а на пока˫аниѥ тѩ ведеть. МПр XIV, 54 об.; двѣ оубо о чл҃вчи произведеньи винѣ. ово оубо начальство бл҃готы б҃жь˫а. конечнее же въ славу б҃жью. ГБ XIV, 20в; види(ши) ли бл҃гооумьство … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благыни — БЛАГЫН|И (14), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Благо: но елма же не доволно бл҃гыни его [бога] се. еже ходити единому свои(м) видо(м). но подоба бѣаше расыпатисѩ бл҃гыни. и ити ˫ако множаише(м) быти. бл҃годѣ˫ань˫а приѥмлющи(м). се бо конечнѩ˫а бл҃гынѩ бѣаше. (τῆς … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαθοσύνη — η (Α ἀγαθωσύνη) [ἀγαθός] καλοσύνη, χρηστότητα νεοελλ. ευπτιστία, αφέλεια … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
ακεραιότητα — Η ολότητα, η πληρότητα· επίσης, μεταφορικά, η εντιμότητα του χαρακτήρα. (Νομ.) Η σωματική α. του ατόμου προστατεύεται από τον αστικό και ποινικό νόμο. Περιέχεται στο δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας και σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της… … Dictionary of Greek